- βλαστομανώ
- (-άω)έχω άφθονη βλάστηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < βλαστός + -μανώ < -μανής < μαίνομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-μανώ — (AM μανῶ) β συνθετικό ρημάτων που σημαίνουν έντονη ενέργεια ή διάθεση για κάτι, από αρχ. και μετγν. σύνθετα σε μανής* (πρβλ. ξενομανώ < ξενομανής, θηλυμανώ < θηλυμανής).Σύνθετα σε μανώ: ερωτομανώ, λυσσομανώ αρχ. ανδρομανώ, ασελγομανώ,… … Dictionary of Greek